- τακτός
- η , ό[ν] назначенный, установленный, определённый;
τακτή προθεσμία — установленный срок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τακτή προθεσμία — установленный срок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τακτός — ordered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακτός — ή, ό / τακτός, ή, όν, ΝΑ [τάσσω] ο εκ τών προτέρων καθορισμένος, προδιαγεγραμμένος, προκαθορισμένος (α. «τακτή ημερομηνία» β. «ανά τακτά χρονικά διαστήματα» γ. «ἐν τακταῑς ἡμέραις βουλεύεσθαι», Αισχίν.) αρχ. φρ. α) «τακτὸν ἀργύριον» ή «τακτὰ… … Dictionary of Greek
τακτός — ή, ό ταγμένος, προσδιορισμένος, προκαθορισμένος: Τακτή προθεσμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τἀκτός — ἐκτός , ἐκτός without indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακτά — τακτός ordered neut nom/voc/acc pl τακτά̱ , τακτός ordered fem nom/voc/acc dual τακτά̱ , τακτός ordered fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακτόν — τακτός ordered masc acc sg τακτός ordered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακταῖς — τακτός ordered fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακταί — τακτός ordered fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακτοῖς — τακτός ordered masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακτοί — τακτός ordered masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακτοῦ — τακτός ordered masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)